- τετραπηχυαῖος
- τετρᾰ-πηχῠαῖος, α, ον, = sq., Apollod.2.4.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραπηχυαίος — αία, ον, Α τετράπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπηχυς + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
τετραπηχυαῖον — τετραπηχυαῖος masc acc sg τετραπηχυαῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)